Της Νάσας Παταπίου
Ο ενδυματολογικός πολιτισμός του Ριζοκαρπάσου και γενικά ο λαϊκός πολιτισμός κάθε τόπου σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την πορεία του ανά τους αιώνες και η ανατολικότερη κωμόπολη της Κύπρου έχει μακραίωνη και πολυκύμαντη ιστορία.
Το Ριζοκάρπασο αποτελεί διάδοχο οικισμό της αρχαίας πόλης της Καρπασίας, η οποία καταστράφηκε από τις ορδές του Άραβα χαλίφη Χαρούντ αλ Ρασίντ γύρω στον 8ο αιώνα και, έτσι, όσοι κάτοικοι επέζησαν δημιούργησαν στην ενδοχώρα, για ευνόητους λόγους προφύλαξης και άμυνας, το Ριζοκάρπασο.
Όσο για το όνομα Καρπασία, Καρπάσι ή Ριζοκάρπασο, σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, προέρχεται από τη λέξη «κάρπασο», το οποίο στην ινδοευρωπαϊκή σημαίνει βαμβάκι. Η ονομασία αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία αφού στο Ριζοκάρπασο αλλά και στην περιοχή της αρχαίας Καρπασίας μία από τις κύριες ασχολίες των κατοίκων ήταν και η βαμβακοκαλλιέργεια, που σχετίζεται άμεσα με την υφαντική και με τις λαϊκές ενδυμασίες της κωμόπολης.
Επίσης, ήδη από τα μεσαιωνικά χρόνια, αναπτύχθηκε και η μεταξουργία. Η παραγωγή βαμβακιού και μεταξιού ήταν αρχικά o ουσιαστικός λόγος εξαιτίας των οποίων αναπτύχθηκε η υφαντική και μία ιδιαίτερη τοπική γυναικεία ενδυματολογία σε σχέση με τα υπόλοιπα διαμερίσματα και τις περιοχές της Κύπρου. Άλλο σημαντικό ιστορικό γεγονός που αφορά στο Ριζοκάρπασο είναι ότι υπήρξε επισκοπική έδρα. Κατά τα χρόνια της Φραγκοκρατίας, με την καθυπόταξη της ορθόδοξης εκκλησίας από τους Λατίνους, ο ορθόδοξος Eπίσκοπος Αμμοχώστου/Κωνσταντίας εξαναγκάστηκε να έχει ως έδρα το Ριζοκάρπασο ή Καρπάσι όπως ονομαζόταν τότε.
Το Ριζοκάρπασο είναι μία κωμόπολη εκτεταμένη και αραιοκατοικημένη με πολλές φυσικές καλλονές και συγκριτικά με τα μεγέθη της Κύπρου, διαθέτει απέραντες εκτάσεις γύρω από τον οικισμό και έως τον Απόστολο Ανδρέα. Συνδυάζει λόφους και όρη, παραλίες, όρμους και λιμανάκια ή θαλάσσια περάσματα, κοιλάδες, ρυάκια και πλούσια νερά. Η νευραλγική θέση και η γειτνίαση του Ριζοκαρπάσου με τους Αγίους Τόπους, το πάλαι ποτέ Λατινικό βασίλειο της Ιερουσαλήμ, δεν προκάλεσε στην ακριτική κωμόπολη επιδρομές, λεηλασίες, αλλά έφερε τον οικισμό και τους ανθρώπους του σε στενή επαφή με άλλους λαούς όχι μόνο από την Ανατολή αλλά και από τη Δύση, όπως Φράγκους, Ισπανούς και κυρίως Καταλανούς, Ιταλούς και πρωτίστως Βενετούς, Σικελούς, Αρβανίτες κ.ά.
Η έντονη ναυσιπλοΐα ανάμεσα στο θαλάσσιο πέρασμα του Ακρωτηρίου του Αποστόλου Ανδρέα και στις Κλείδες Νήσους, από το οποίο περνούσαν οι δυτικοί για να φθάσουν στην Ανατολή και οι ανατολικοί λαοί για να φθάσουν στην Κύπρο και στη συνέχεια στη Δύση, τεκμηριώνεται και από τα αναρίθμητα ναυάγια σε άγκυρες στη θαλάσσια αυτή περιοχή, δηλαδή στο πολύνησο των Κλειδών Νήσων. Ας μη λησμονούμε ότι από αυτή την περιοχή του Ριζοκαρπάσου ανεφοδιάζονταν οι Σταυροφόροι, που μάχονταν για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων. Για τα όσα πολιτιστικά στοιχεία διαφυλάχθηκαν στο Ριζοκάρπασο, τόσο με την κάθοδο των Αχαιών όσο και από τους Βυζαντινούς, αλλά και από τους Φράγκους και Βενετούς, σε όλους τους τομείς -ήθη, έθιμα, επιρροές στην κυπριακή ελληνική αλλά και στον ενδυματολογικό πολιτισμό μας- θα μπορούσαν να γίνουν εκτενείς μελέτες και να συνταχθούν διατριβές.
Και η δημιουργία των λαϊκών ενδυμασιών μας οφείλεται σε πολλούς λόγους όπως ιστορικούς, κοινωνικούς, γεωγραφικούς, οικονομικούς κ.ά. Το Ριζοκάρπασο, ως απομακρυσμένος και απομονωμένος οικισμός, διαφύλαξε βυζαντινά στοιχεία, τα οποία δεν ανιχνεύονται μόνο στα δημώδη άσματα, στη διάλεκτό μας ή στα αρτοσκευάσματά μας, αλλά και στον λαϊκό ενδυματολογικό μας πολιτισμό.
Ένα άλλο σημαντικό ιστορικό γεγονός που αφορά στην κωμόπολη Ριζοκαρπάσου και συνδέεται και με τα πολιτιστικά αγαθά της είναι και η ανάδειξη κατά τον 15ο αιώνα του οικισμού, συγκεκριμένα το 1472 σε κομητεία, από τον τελευταίο Φράγκο βασιλιά Ιάκωβο Β’ Lusignan, σύζυγο της θρυλικής βασίλισσας Αικατερίνης Κορνάρο.
Σημειωτέον ότι η κομητεία περιλάμβανε και δύο άλλα μικρά χωριά που ανάγονται στους βυζαντινούς χρόνους την Αναχίδα και τη Σελενιά, που χάθηκαν με την πάροδο των αιώνων. Και παρεμπιπτόντως, αναφέρω τονίζοντας ότι πρόκειται για κομητεία Ριζοκαρπάσου και όχι κομητεία Καρπασίας, όπως εσφαλμένα αναπαράγεται ήδη από τον 19ο αι. Οι πηγές του 15ου αι. είναι σαφέστατες σχετικά με τι ακριβώς περιλάμβανε η κομητεία Carpasso (Ριζοκάρπασο), μόνο δηλαδή το Ριζοκάρπασο και τα δύο μικρά χωριά Αναχίδα και Σελενιά, που έσβησαν κατά τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας. Η εσφαλμένη ερμηνεία, επαναλαμβάνω, προέκυψε από το γεγονός ότι κατά τη Λατινοκρατία και έως τα μέσα του 16ου αιώνα τόσο ολόκληρη η χερσόνησος όσο και το Ριζοκάρπασο αποδίδονται με το ίδιο όνομα Carpasse ή Carpasso, τόσο από τους Φράγκους όσο και τους Βενετούς.
Η βυζαντινή, ωστόσο, ονομασία της Καρπασίας ήταν, όπως κατέδειξα με βάση αρχειακή τεκμηρίωση, Ακρωτίκη. Το Ριζοκάρπασο, επίσης, σχετίστηκε με σημαντικές φεουδαρχικές οικογένειες όπως τους Rochas (Ρουχιά), τους Λουζινιάν, τους Verny, τους Κορνάρους, τους Φαβρίκιους, τους Ιουστινιάνη κ. ά. Και ο ιστορικός Φλώριος Βουστρώνιος τον 16ο αιώνα τονίζει ότι στο Ριζοκάρπασο ζούσαν ευγενείς. Ο ιδιαίτερος ενδυματολογικός πολιτισμός του Ριζοκαρπάσου, που περιλαμβάνει τη σαγιά, το δουμπλέττι και το ρουτζιέττι με τη σάρκα, είναι άμεσα συνδεδεμένα και με την ιστορία της κωμόπολης.
Η ριζοκαρπασίτικη ή ευρέως γνωστή ως καρπασίτικη σαγιά
Η ονομασία σαγιά προέρχεται από το βυζαντινό «σαγίον» και αυτό από το λατινικό sagia, sagum-sagus, που σημαίνει ένδυμα και υφαίνεται από βαμβακερό νήμα, το οποίο επεξεργάζονταν οι γυναίκες από τη συλλογή του βαμβακιού, τη μετατροπή του σε βαμβακερή κλωστή, το βάψιμο των νημάτων με φυσικούς τρόπους έως την ύφανση και το ράψιμο της σαγιάς. Η σαγιά υφαίνεται σε τρία πανομοιότυπα κομμάτια, οπίσθιο, δύο εμπρόσθια και δύο κομμάτια για τα μανίκια.
Από τον ώμο και κάτω έως τη μέση το ύφασμα της σαγιάς είναι σκέτο και μετά μπαίνουν τα χρώματα ανάλογα με τις αισθητικές προτιμήσεις της υφάντρας. Έτσι, υφαίνονται οι λεγόμενες «πίττες», όπως αποκαλούνται ή «λούρες» σε χρώματα μαύρο, μπλε σκούρο, «γιαλλουρί» δηλαδή μπλε ανοικτό, κόκκινο, «σιετταρί» δηλαδή πορτοκαλί, «μολοσί» δηλαδή πράσινο σκούρο της μολόχας, «λαζαρί» δηλαδή κίτρινο και καφετί.
Όλη η σαγιά ραβόταν στο χέρι με πισωβελονιά για την ένωση δύο κομματιών υφάσματος γνωστή ως «αρπατζίκι». Όλες αυτές οι εργασίες αφορούν στον μανικωτό επενδύτη που φτάνει πιο κάτω από το γόνατο και έχει πλατειά μανίκια με σχισμή/άνοιγμα στο κάτω μέρος /άκρο. Στη δεξιά πλευρά, λίγο πιο πάνω από τη μέση, η σαγιά έχει τσεπάκι, το οποίο μάλλον ήταν επιπρόσθετο διακοσμητικό παρά για χρήση.
Η ριζοκαρπασίτικη σαγιά εκτός από τον μανικωτό επενδύτη αποτελείται και από ολομέταξο πουκάμισο που φοριέται από μέσα και είναι 15-20 εκατ. πιο μακρύ από τη σαγιά, δηλαδή τον μανικωτό επενδύτη. Επίσης αποτελείται και από σαλβάρι «βρατζί» του οποίου το πάνω μέρος είναι βαμβακερό και αυτό που φοριέται κάτω από τη σαγιά μεταξωτό, «ταϊστό κουκκουμωτό», δηλαδή σουρωτό με κορδόνι κάτω από τον αστράγαλο. Στη μέση φοριέται το λεγόμενο «ζωνί» που είναι μαντήλι τριανταφυλλωτό για να τονίζεται η μέση και στο κεφάλι μαντήλι καφέ «κρασάτο» με μπιμπίλα. Τα μανίκια φοδράρονται στην άκρη, συνήθως με ύφασμα βαμβακερό σε μπλε ή σε κόκκινο χρώμα συνήθως με λαχούρια, δηλαδή τύπος σχεδίου σε υφάσματα από τη Λαχώρη/Πακιστάν, όπως λέμε δαμασκηνό από τη Δαμασκό κτλ.
Για να υφανθεί η σαγιά όλες οι εργασίες περνούσαν από τα χέρια της Ριζοκαρπασίτισσας, από το φύτεμα του βαμβακιού που έδινε την πρώτη ύλη, τη βαμβακερή κλωστή και τη συλλογή του βαμβακιού που έπρεπε να γίνει πριν βγει ο ήλιος. Στη συνέχεια γινόταν η επεξεργασία του, δηλαδή το «ξεκάρυσμα» και το «ξεσπόρκασμα» με χειροκίνητη μηχανή. Μετά το «ξεσπόρκασμα» δόξευαν το βαμβάκι για να γίνει αφράτο και για να ανοίξουν οι ίνες του και το τύλιγαν σε κουβάρια ανάλαφρα, τις ονομαζόμενες «κουκούλες». Ακολουθούσε το γνέσιμο στο αδράχτι για να γίνει κλωστή και μετά το έκαναν θηλιές, τα ονομαζόμενα «καγκάλια». Σύμφωνα με τον παραδοσιακό τρόπο βαψίματος, το καφετί χρώμα γινόταν με φλοιούς των δένδρων και με τα εξωτερικά φύλλα των κρεμμυδιών (φυλλοκρέμμυδα). Το κόκκινο χρώμα το πετύχαιναν με τις φλούδες των ροδιών (ροδότσεφλα), τα οποία στέγνωναν και τα έβραζαν αλλά και από τα φύκια και τη χλωρίδα της θάλασσας. Το αποκαλούμενο «σιετταρί», δηλαδή το πορτοκαλί ήταν αποτέλεσμα του συνδυασμού λαζάρων (κίτρινες μαργαρίτες) με εξωτερικά φύλλα κρεμμυδιών.
Για να ετοιμαστεί το νήμα για την ύφανση χρειαζόταν να γίνει πρώτα το «ψύσιασμα», δηλαδή ετοιμασία κόλλας για να είναι το νήμα πιο στέρεο. Η κόλλα αυτή ήταν αραιός χυλός με αλεύρι και κοχλαστό νερό όπου βουτούσαν τα «καγκάλια» και το «εκάννιζαν», δηλαδή το μετέφεραν σε μεγάλα χοντρά μασούρια από καλάμι. Μετά «έσυρναν το παννί» και έπαιρναν «άξαμο» στον τοίχο ανάλογα με το φάρδος που είχε το κτένι υπολόγιζαν και «έσυρναν» τις κλωστές. Η εργασία αυτή ήταν πολύ σημαντική, γινόταν από πεπειραμένες υφάντρες και ονομαζόταν «σύρμα» στην Κυπριακή, ενώ στην πανελλήνια στημόνι.
Η αρχοντική ενδυμασία με βυζαντινές ρίζες
Το ριζοκαρπασίτικο ρουτζιέττι, η πανέμορφη και αρχοντική αυτή λαϊκή ενδυμασία, έχει καταβολές από το Βυζάντιο και μακρά ιστορία. Τι είναι όμως τελικά το ρουτζιέττι; Πρόκειται για μια πλούσια μακριά πτυχωτή φούστα από βαμβακερό ύφασμα την οποία έβαφαν με φλοιούς πεύκου και έπαιρνε ερυθροβύσσινο χρώμα. Συνήθως το ρουτζιέττι έφερε κάτω χαμηλά και ένα φαρδύ περίγυρο σε χρώμα λευκό. Μπορούσε να φορεθεί και ως επενδύτης στους ώμους.
Το διασωθέν στο Ριζοκάρπασο ρουτζιέττι κατάγεται απευθείας από «το πορφυρό ένδυμα των ζωστών ευγενίδων του Βυζαντίου». Πρόκειται για ερυθροβύσσινο νυφικό ένδυμα με ζώνη στη μέση. Έχουμε αμέτρητες περιγραφές για τον ριζοκαρπασίτικο γάμο όπου οι νύφες φορούσαν ρουτζιέττι. Ρουτζιέττι ονομάστηκε από το χρώμα του. Η λέξη προέρχεται από την παλαιά γαλλική roget/rouget απ’ όπου προήλθε το κυπριακό ρουτζιέττι – ροζέττι και κατέληξε σε ρουτζιέττι από το ιταλικό rocchetto και roccetto.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η γνωστή ως στολή Αμαλίας, που είχε καθιερωθεί γύρω στα 1830 από την εν λόγω βασίλισσα ως επίσημη ενδυμασία της Αυλής και η οποία προέκυψε από συγκερασμό στοιχείων διαφόρων παραδοσιακών ελληνικών ενδυμασιών σε συνδυασμό με δυτικοευρωπαϊκά στοιχεία σε εθνική γυναικεία φορεσιά, δεν έχει καμιά σχέση με το ριζοκαρπασίτικο ρουτζιέττι. Τόσο το ρουτζιέττι όσο και το δουμπλέττι μαρτυρούνται από τα μεσαιωνικά χρόνια, έχουν ρίζες βυζαντινές αλλά και στοιχεία και επιρροές από ενδυμασίες της Δύσης. Ας υπομνησθεί εδώ η σχέση του Ριζοκαρπάσου με ευγενείς βυζαντινές αλλά και δυτικές οικογένειες, που μετέφεραν οπωσδήποτε εκεί έναν πλούσιο ενδυματολογικό πολιτισμό. Τέτοιες οικογένειες ήταν οι Καντακουζηνοί, οι Παλαιολόγοι, ή ο κλάδος των Κορνάρων του Ριζοκαρπάσου (Cornari del Carpasso), που ήρθαν σε επιγαμίες με τους Παλαιολόγους, αφού ένας γιος του φεουδάρχη του Ριζοκαρπάσου Γοδεφρείδου Κορνάρου ονομαζόταν Παλαιολόγος. Στο Ριζοκάρπασο εγκαταστάθηκαν επίσης η καταλανική οικογένεια των Verny με ρίζες από τη Μαγιόρκα, οι Ιουστινιάνη με ρίζες και από τη Βενετία και το Βυζάντιο, οι Βενετοί Κονταρίνοι, οι Αραγώνιοι Φαβρίκιοι κ.ά. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η σύζυγος του φεουδάρχη του Ριζοκαρπάσου και των Αγριδιών Ριζοκαρπάσου καταγόταν από τους Παλαιολόγους και ήταν δέσποινα επί των τιμών στην Αυλή της βασίλισσας Ελένης Παλαιολόγου Lusignan.
Το ρουτζιέττι φοριόταν με μεταξωτό πουκάμισο/μπλούζα από μέσα και απ’ έξω μαύρη βελούδινη ζακέτα, γνωστή στην κυπριακή ελληνική ως σάρκα, η οποία έφερε συνήθως κέντημα με χρυσή κλωστή. Η λέξη σάρκα προέρχεται από το σηρικόν, που σημαίνει μεταξωτό. Η λέξη αυτή πέρασε στη Δύση ως sarica και επέστρεψε σε εμάς, αντιδάνειο, ως σάρκα. Η χρυσή κλωστή με την οποία ήταν κεντημένη η σάρκα παραπέμπει στο διασημότατο κατά τα μεσαιωνικά χρόνια χρυσό νήμα της Κύπρου (filato de Cipro). Ήταν λινή κλωστή με χρυσοκλωστή με την οποία ήταν κεντημένα στις ενδυμασίες των ευγενών τα οικόσημά τους. Ο ενδυματολογικός πολιτισμός του Ριζοκαρπάσου, όπως αντιλαμβάνεται κανείς ανατρέχοντας στις πηγές και πραγματοποιώντας έρευνα, είναι πλούσιος, μοναδικός και ιδιαίτερος σε ολόκληρη την Κύπρο αλλά και στον ελλαδικό χώρο.
Το Ριζοκάρπασο έχει και το δουμπλέττι, άλλο ένα ένδυμα με ρίζες από τη μεσαιωνική δύση. Πρόσφατη έρευνα κατέδειξε ότι το δουμπλέττι, το οποίο αναφέρεται σε κείμενο του 15ου αι. σχετικό με την Κύπρο, ήταν ένδυμα ανδρικό και σχετικό με ιεράρχες. Το ριζοκαρπασίτικο δουμπλέττι, ωστόσο, είναι ποδήρης φούστα βαμβακερή και πλούσια σε πτυχώσεις, που τη φορούσαν και πάλι οι αρχόντισσες Ριζοκαρπασίτισσες έως και τα μέσα του περασμένου αιώνα. Το δουμπλέττι είχε διπλή χρήση, όπως υπονοείται και από το ίδιο το όνομά του. Μπορούσε να φορεθεί ως φούστα αλλά και ως επώμιο ένδυμα τον χειμώνα για να ζεσταίνει. Η λέξη δουμπλέττι προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη doublet, απαντά σε όλες τις λατινογενείς γλώσσες και σημαίνει και σ’ αυτές ένδυμα αλλά με διαφοροποιήσεις.
To ρουτζιέττι και το δουμπλέττι, οι ριζοκαρπασίτικες πτυχώσεις που είχαν υφανθεί με βαμβακερό ριζοκαρπασίτικο νήμα επεξεργασμένο από ριζοκαρπασίτικα χέρια και στη συνέχεια ραμμένα από τα ίδια χέρια με πλούσιες πτυχώσεις, είχαν αναδειχθεί σε μία σημαντική έκθεση στην Αθήνα στην οποία είχαν λάβει μέρος, μεταξύ άλλων, μουσεία όπως το Μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου του Λονδίνου, αλλά και διάσημοι οίκοι μόδας. Στη σπουδαία αυτή ενδυματολογική έκθεση, που διοργανώθηκε πριν από μια δεκαπενταετία και είχε στόχο να συνδέσει την αρχαία ελληνική ενδυμασία με το σύγχρονο ένδυμα και να δείξει ότι μπορείς να τυλίξεις και να διαβάσεις την ιστορία του κόσμου στις πτυχώσεις ενός έξυπνα διπλωμένου υφάσματος, εκεί, ανάμεσα στα άλλα σημαντικά εκθέματα περίοπτη θέση είχαν από την Κύπρο ως μόνη εκπροσώπηση το ριζοκαρπασίτικο δουμπλέττι και το ρουτζιέττι, μοναδικά πολιτιστικά αγαθά του Ριζοκαρπάσου.
Δίπλα στα διάσημα και πολυτελή ενδύματα των Κρίστιαν Ντιορ, Ζαν Πατού, Μπαλεντσιάκα και του Ιάπωνα Μιγιάκε, που ανέδειξε το πλισωτό ένδυμα, ήταν και τα ριζοκαρπασίτικα δουμπλέττι και ρουτζιέττι, δύο παντελώς άγνωστα παραδοσιακά ενδύματα στην υπόλοιπη Κύπρο αλλά και στον ελλαδικό χώρο.
Τα εκθέματα αυτά, οι ριζοκαρπασίτικες αυτές πτυχώσεις, μετέφεραν στην υφή του υφαντού βαμβακερού υφάσματός τους όχι μόνο την αγάπη, τον μόχθο, τον εκλεπτυσμό, τη δημιουργική φαντασία, τις ενδυματολογικές προτιμήσεις της καλλιτέχνιδας Ριζοκαρπασίτισσας υφάντρας, αλλά και την κυτταρική μνήμη των προγόνων μας και κυρίως τη μακραίωνη και πολυκύμαντη ιστορία μας. Εμείς, ως ζώσα παράδοση, οφείλουμε όχι μόνο να διασώσουμε και να καταγράψουμε την ιστορία τους, αλλά και να αναδείξουμε αυτόν τον μοναδικό ενδυματολογικό πολιτισμό, που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας…
* Ιστορικός-ερευνήτρια